αστερίας

αστερίας
ο
1) то, что имеет звёздочки, то, что усыпано звёздочками; 2) зоол, морская звезда; 3) зоол, выпь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αστερίας" в других словарях:

  • αστερίας — Κοινή ονομασία των εχινοδέρμων που ανήκουν στην ομοταξία των αστεροειδών, που ονομάστηκαν έτσι λόγω της χαρακτηριστικής αστεροειδούς μορφής τους. Χωρίζονται σε δύο τάξεις: τους φανεροζωνίδες, των οποίων οι βραχίονες είναι μακροί και ο σωματικός… …   Dictionary of Greek

  • ἀστερίας — ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem acc pl ἀστερίᾱς , ἀστέριος starred fem gen sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc acc pl ἀστερίᾱς , ἀστερίας starred masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστερίας — ο εχινόδερμο από τα αστεροειδή, σταυρός της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀστερίας — Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem acc pl Ἀστερίᾱς , Ἀστερίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερία — ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc/acc dual ἀστερίᾱ , ἀστέριος starred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc nom/voc/acc dual ἀστερίας starred masc voc sg ἀστερίᾱ , ἀστερίας starred masc voc sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτενόδισκος — ο ζωολ. αστερίας που συνιστά ιδιαίτερο γένος, με εξάπλωση σε ολόκληρη την υφήλιο, κν. αστερίας τής λάσπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenodiscus < cten(o) (< κτεις, κτενός) + discus (< λατ. discus < δίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀστερίαν — ἀστερίᾱν , ἀστέριος starred fem acc sg (attic doric aeolic) ἀστερίᾱν , ἀστερίας starred masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀστερίας starred masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστερίᾳ — ἀστερίᾱͅ , ἀστέριος starred fem dat sg (attic doric aeolic) ἀστερίαι , ἀστερίας starred masc nom/voc pl ἀστερίᾱͅ , ἀστερίας starred masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»